- περιανθῶ
- περιανθέωbloompres subj act 1st sg (attic epic doric)περιανθέωbloompres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιανθώ — έω, Α [περιανθής] 1. έχω ολόγυρα άνθη 2. (για τη θερμότητα) εκπέμπομαι προς όλες τις κατευθύνσεις, διαχέομαι … Dictionary of Greek
ανθώ — (AM ἀνθῶ, έω) 1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια, ανθίζω 2. μτφ. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας μου 3. μτφ. ευημερώ, είμαι πλούσιος και υγιής, ακμάζω μσν. 1. προέρχομαι, κατάγομαι 2. (μτβ.) κάνω κάτι να φυτρώσει, να εμφανιστεί αρχ. 1. (για τα νεανικά … Dictionary of Greek